loading...

Pixi.

Pixi is a creative multi-concept WordPress theme will help business owners create awesome websites.

Address: 121 King St, Dameitta, Egypt
Phone: +25-506-345-72
Email: motivoweb@gmail.com

Από τα νευρόσπαστα στη σύγχρονη μαριονέτα

  • By marionettes
  • 17 Σεπτεμβρίου 2023
  • 0 Comment
  • 54 Views

Η τέχνη της Μαριονέτας γεννήθηκε στην Ελλάδα, περίπου τον 5ο αι. π.Χ. με την ονομασία “Αγάλματα – Νευρόσπαστα” (σπαστά νεύρα). Το 422 π.Χ. ο πλούσιος Καλλίας παρέθεσε δείπνο και επειδή αγαπούσε να επιδεικνύει τον πλούτο του, εβεβαιώθη ότι ένα περίτεχνα στρωμένο τραπέζι, το άφθονο κρασί και οι ωραίες γυναίκες δεν θα έλειπαν από το γλέντι. Αλλά το μεγάλο γεγονός του απογεύματος ήταν η παράσταση “άφωνος΄΄ (παντομίμα) και ενός θεάτρου Νευροσπάστων.
Τα Νευρόσπαστα και οι θεατρικές παραστάσεις ήταν της ΄΄μόδας΄΄ μεταξύ των Ελλήνων όπως τουλάχιστον αναφέρεται από τους Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς. Για πολλούς το θέατρο νευροσπάστων ήταν το σύμβολο της ανθρώπινης μοίρας. Επιφανείς κλασικοί συγγραφείς, φιλόσοφοι, θεολόγοι και επιστήμονες, όπως ο Πλάτων, ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Κλεμέντιος ο Αλεξανδρινός, ο Ευσέβιος, ο Επίκτητος, ο Φίλωνας και άλλοι κάνουν συχνές περιγραφές για τις μαριονέτες και τον τρόπο που κινούνταν χρησιμοποιώντας τη λέξη ΄΄νευρόσπαστον΄΄ συνώνυμη της λατινικής λέξης marionette.

Ο Πλάτων στο βιβλίο του “Οι Νόμοι” κάνει αναφορά στις μαριονέτες λέγοντας: “Ας υποθέσουμε ότι ο καθένας από εμάς είναι μια κινούμενη φιγούρα (νευρόσπαστο) που βρίσκεται στα χέρια των Θεών για τη δική τους διασκέδαση ή επειδή είχαν ένα σοβαρό σκοπό για μας για τον οποίο δε γνωρίζουμε τίποτα. Οι παρορμήσεις που μας κινούν μοιάζουν με κλωστές που τις τραβούν οι θεοί από διάφορες κατευθύνσεις …”

Ο Αριστοτέλης στο σύγγραμμα “Τα Πολιτικά” αναφέρεται στα αγάλματα του Δαίδαλου που είχαν τη μοναδική ιδιότητα στην αγαλματοποιία να έχουν την ικανότητα να κινούνται από μόνα τους.

Ο Οράτιος, ο σατυρικός Πέρσιος Φλάκος, και ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος αμφιβάλουν για την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου συγκρίνοντας τον με νευρόσπαστο. Οι Ελληνικές μαριονέτες κατασκευάζονταν από τερακότα (ψημένο χώμα – πηλός), κερί, ελεφαντόδοντο ή ξύλο. Οι εξαιρετικές κατασκευές ήταν από ασήμι.

Μια αρχαία Ελληνική κούκλα αποτέλεσε και την πηγή έμπνευσης για τη γέννηση του Φοίβου και της Αθηνάς, των δυο Μασκότ των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Το πρωτότυπο αγαλματίδιο είναι μια κούκλα κωδονόσχημη και φτιαγμένη από τερακότα (πηλό). Τα πόδια της, συνδέονται με σύρμα με τον καλυμμένο από χιτώνα κορμό της με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι κινητά θυμίζοντας τις σύγχρονες μαριονέτες. Στην αρχαία Ελλάδα οι κούκλες αυτές, γνωστές και ως “νευρόσπαστα”, δεν ήταν απλώς παιδικά παιχνίδια αλλά έπαιζαν ρόλο και στη ζωή των ενηλίκων με λατρευτικές και άλλες χρήσεις, όπως διαφαίνεται από τα θρησκευτικά σύμβολα που εμφανίζονται σ’ αυτές. Τέτοιες αναφορές συναντάμε ακόμη από τις ημέρες του Όμηρου και του Ησιόδου. Σήμερα, μια τέτοια κούκλα από τερακότα φιλοξενείται στο Ελληνικό Αρχαιολογικό μουσείο, ενώ αντίστοιχες υπάρχουν στο Λούβρο και στα μουσεία της Βοστόνης και του Βερολίνου.

Με τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία η τέχνη των νευροσπάστων μεταφέρεται στη Ρώμη και σ΄ όλη την Ευρώπη. Οι Ρωμαίοι είχανε πολλά ονόματα για τις μαριονέτες : pupae, sigillae, imagunculae, homunculi.

Το 12ο αι. μ.Χ. συναντούμε τον πρώτο γνωστό μαριονετίστα στην ιστορία της τέχνης τον Πορθείνο, με αναφορά του γιατρού του Αθηναίου στο βιβλίο του Δεινοσοφιστής ο οποίος επιπλήττει τους Αθηναίους που επέτρεψαν σε ένα μαριονετίστα να χρησιμοποιήσει τη σκηνή του θεάτρου του Διονύσου εκεί που έπαιξαν ο Ευριπίδης και οι άλλοι δραματικοί. Ο Αρχιεπίσκοπος Ευστάθιος της Θεσσαλονίκης στο βιβλίο του Σχολιασμός της Ιλιάδος περιγράφει τον Πορθείνο “διάσημο σε όλη τη χώρα”.

Λίγο νωρίτερα από το 1600 τουλάχιστον δώδεκα θέατρα μαριονέτων υπήρχαν στο Λονδίνο. Οι καλλιτέχνες περιόδευαν σε όλη την Αγγλία και έδιναν παραστάσεις σε πανηγύρια και σε πύργους ευγενών. Αυτές οι παραστάσεις πρέπει να είχαν εντυπωσιάσει αρκετά και τον Σαίξπηρ. Συχνά τις αναφέρει και μάλιστα σε ένα σημείο ο Αμλετ εκφράζει την επιθυμία να παρουσιάσει θέατρο μαριονέτας.

Αξιόπιστη πληροφορία για τις παραστάσεις στη Γαλλία επιστέφει μόνο στο τελευταίο τέταρτο του 17ου αι. Το θέατρο του Fanchon Brioche έδωσε παράσταση στη βασιλική αυλή και δημιούργησε τεράστιο ενθουσιασμό μεταξύ των αριστοκρατών θεατών. Προσεκλήθη μάλιστα να επαναλάβει την παράσταση του στην αυλή, αντί 20 λιρών ημερησίως Ο ανιψιός του Brioche ήταν λιγότερο τυχερός. Σε μια περιοδεία του στη Soletta οι κούκλες που παρουσίαζε φαινόντουσαν τόσο ζωντανές, που τον θεώρησαν μάγο. Σώθηκε μάλιστα κυνηγημένος, την τελευταία στιγμή. Οι παραστάσεις που προσέλκυαν πολύ κόσμο, δίνονταν στο θέατρο Des Bamboches που ιδρύθηκε το 1777 στο Παρίσι αλλά η πρόοδος του προξένησε φθόνο μεταξύ των ηθοποιών του ζωντανού θεάτρου που εβλάβησαν από το νέο ανταγωνισμό και κατά τα τέλη του 17ου αι. το θέατρο υποχρεώθηκε να μετακινηθεί στα πανηγύρια των Παρισινών προαστίων. Οι καλλιτέχνες είχαν να αντιπαλέψουν και την Εκκλησία, η οποία θεωρούσε ότι η ηθικότης του Παρισινού λαού ετίθετο σε κίνδυνο από τις παραστάσεις. Έτσι στα μέσα του 18ου αι. χάνονται σιγά-σιγά τα θέατρα μαριονέτας από τη Γαλλία και μεταφέρονται στην Αυστρία, Ιταλία, Γερμανία και αργότερα σε όλη την Ευρώπη…

Η ιστορία της χάνεται στην αρχαιότητα. Είναι αλήθεια ότι τα παλαιότερα ευρύματα που διαθέτουμε προέρχονται από τον Ελλαδικό χώρο (μικρά πύλινα «νευρόσπαστα» στο Αρχαιολογικό μουσείο του Ηρακλείου), όμως το φαινόμενο «μαριονέτα» –όπως και το ευρύτερο φαινόμενο «κουκλοθέατρο»- αναπτύχθηκε παράλληλα σ’ όλα τα πλάτη και τα μήκη της Γης.

Όντας και η ίδια εργαλείο μυθοπλασίας, η μαριονέτα κουβαλάει στην πλάτη της ένα μύθο. Συχνά διαχωρίζεται από τα άλλα είδη κούκλας, φερόμενη ως «πιο εκλεπτυσμένη», «πιο δύσκολη», «πιο πολιτισμένη» και άλλους τέτοιους χαρακτηρισμούς που την τοποθετούν «ψηλότερα».

Αυτό προέρχεται από την ιστορική πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής χρήσης της μαριονέτας. Είναι αλήθεια ότι χρησιμοποιήθηκε κυρίως σε θεάματα απευθυνόμενα στην ελίτ της Ευρωπαϊκής κοινωνίας, στις Αυλές, στα Αστικά θέατρα κλπ, τα οποία στηρίζονταν σε πολύπλοκους τεχνικούς μηχανισμούς, οπτικά και σκηνογραφικά εφέ και λόγια σενάρια.

Αντίθετα, το λαϊκό κουκλοθέατρο προτίμησε την χρήση της γαντόκουκλας, που με τις γρήγορες δυναμικές κινήσεις της μπορούσε να εκφράσει καλύτερα τα γκροτέσκα αυτοσχέδια σενάρια που παρουσιάζονταν στις πλατείες και τα πανηγύρια. Στην πραγματικότητα όλες οι κούκλες είναι ισάξιες και ισότιμες.
 Η κάθε μια, με τις ιδιαιτερότητές της είναι ικανή να παράγει κινήσεις που μπορεί να ταιριάζουν σε μια παράσταση ή να μην ταιριάζουν. Καθώς οι κούκλες είναι θεατρικό εργαλείο, κρίνονται από την λειτουργικότητά τους μπροστά στα μάτια του κοινού. Το 99% όσων αφορούν την εμψύχωση του άψυχου αντικειμένου είναι κοινό σε όλες τις τεχνικές και τα είδη κούκλας και μόνο το 1% έχει να κάνει με αυτές τις ιδιαιτερότητες. Ποιές είναι οι ιδιαιτερότητες της μαριονέτας;

Μηχανικά, δεν είναι άλλο από ένα εκκρεμές: μια πατάτα κρεμασμένη από ένα σχοινί θα μπορούσε να είναι η τέλεια μαριονέτα. Η ζωή της κρέμεται από μια –ή έστω μερικές- κλωστές. Μπορεί να είναι κατασκευασμένη από κάθε είδους υλικό και να έχει κάθε είδους μορφή. Μπορεί να αποτελείται από δεκάδες μικρά κομμάτια συναρμολογημένα σ’ ένα πολύπλοκο σύστημα μοχλών ή να είναι ένα και μοναδικό κομμάτι υλικού.

Μπορεί να διαθέτει ένα χειριστήριο με πολλά επίπεδα, μπάρες, σκανδάλες κ.α. ή να κρέμεται από έναν και μοναδικό κρίκο. Μπορεί να απαιτεί δεκάδες νήματα για να κινηθεί ή να της αρκεί μόνο ένα. Το σίγουρο είναι ότι όλες οι επιλογές του κατασκευαστή γίνονται με κριτήριο την λειτουργικότητα στην παράσταση: την διευκόλυνση του παίκτη και την παραγωγή κινήσεων που να αναδεικνύουν τον χαρακτήρα που υλοποιεί η κούκλα στη σκηνή. Υπάρχουν χιλιάδες συνδυασμοί τεχνικών.
Στην πραγματικότητα κάθε κούκλα είναι μια νέα εφεύρεση. Έχει τη δική της δομή, το αποκλειστικά δικό της χειριστήριο, τη δικής της κατανομή βάρους, ανατομία σκελετού κλπ. Αυτό την κάνει μοναδική.Η μαριονέτα ζει σε ένα μεταίχμιο. Αν τραβήξουμε τα νήματα λίγο πιο δυνατά απ’ ό,τι αναλογεί στο βάρος της, θα πετάξει. Αν τα αφήσουμε χαλαρά, θα σωριαστεί στο έδαφος.

 Η βαρύτητα της Γης μαζί με το αντιστάθμισμα της δικής μας αντίθετης δύναμης προς τα πάνω, είναι η αυτή που την κινεί. Απομακρυσμένη από το σώμα του χειριστή της, διεκδικεί την πλήρη αυτονομία στα μάτια του θεατή. Είναι ένα πλάσμα που –το βλέπουμε όλοι- κινείται μόνο του στο χώρο! Ταυτόχρονα, καθώς τα νήματα –πολλές φορές και ο μαριονετίστας- είναι ορατά ή γνωστά στο κοινό, η μαριονέτα πάντα υπήρξε σύμβολο της εξάρτησης και της υποταγής.

Οι εύθραυστες ισορροπίες, η τρυφερή προσπάθεια του χειριστή να δαμάσει την αδράνεια, την ροπή, την βαρύτητα και οι αέρινες -έως και ανεξέλεγκτες- κινήσεις που προκύπτουν, είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της παρουσίας της μαριονέτας στη σκηνή.

 Ίσως αυτή  ακριβώς η έλλειψη απόλυτου ελέγχου –η απειροελάχιστη ταλάντευση του σώματος σε κάθε κίνηση- κάνει, κάποιες στιγμές, το μάτι του θεατή να αμφιβάλει και να νομίζει πως η μαριονέτα θα φύγει μακριά από τον παίκτη της.

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΜΑΡΙΟΝΕΤΑ

Το φαινόμενο «μαριονέτα» –όπως και το ευρύτερο φαινόμενο «κουκλοθέατρο»- αναπτύχθηκε παράλληλα σ’ όλα τα πλάτη και τα μήκη της Γης.
     Όντας και η ίδια εργαλείο μυθοπλασίας, η μαριονέτα κουβαλάει στην πλάτη της ένα μύθο. Συχνά διαχωρίζεται από τα άλλα είδη κούκλας, φερόμενη ως «πιο εκλεπτυσμένη», «πιο δύσκολη», «πιο πολιτισμένη» και άλλους τέτοιους χαρακτηρισμούς που την τοποθετούν «ψηλότερα». Αυτό προέρχεται από την ιστορική πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής χρήσης της μαριονέτας. Είναι αλήθεια ότι χρησιμοποιήθηκε κυρίως σε θεάματα απευθυνόμενα στην ελίτ της Ευρωπαϊκής κοινωνίας, στις Αυλές, στα Αστικά θέατρα κλπ, τα οποία στηρίζονταν σε πολύπλοκους τεχνικούς μηχανισμούς, οπτικά και σκηνογραφικά εφφέ και λόγια σενάρια. Αντίθετα, το λαϊκό κουκλοθέατρο προτίμησε την χρήση της γαντόκουκλας, που με τις γρήγορες δυναμικές κινήσεις της μπορούσε να εκφράσει καλύτερα τα γκροτέσκα αυτοσχέδια σενάρια που παρουσιάζονταν στις πλατείες και τα πανηγύρια. Στην πραγματικότητα όλες οι κούκλες είναι ισάξιες και ισότιμες. Η κάθε μια, με τις ιδιαιτερότητές της είναι ικανή να παράγει κινήσεις που μπορεί να ταιριάζουν σε μια παράσταση ή να μην ταιριάζουν. Καθώς οι κούκλες είναι θεατρικό εργαλείο, κρίνονται από την λειτουργικότητά τους μπροστά στα μάτια του κοινού. Το 99% όσων αφορούν την εμψύχωση του άψυχου αντικειμένου είναι κοινό σε όλες τις τεχνικές και τα είδη κούκλας και μόνο το 1% έχει να κάνει με αυτές τις ιδιαιτερότητες.

Ποιές είναι οι ιδιαιτερότητες της μαριονέτας;

   Μηχανικά, δεν είναι άλλο από ένα εκκρεμές: μια πατάτα κρεμασμένη από ένα σχοινί θα μπορούσε να είναι η τέλεια μαριονέτα. Η ζωή της κρέμεται από μια –ή έστω μερικές- κλωστές. Μπορεί να είναι κατασκευασμένη από κάθε είδους υλικό και να έχει κάθε είδους μορφή. Μπορεί να αποτελείται από δεκάδες μικρά κομμάτια συναρμολογημένα σ’ ένα πολύπλοκο σύστημα μοχλών ή να είναι ένα και μοναδικό κομμάτι υλικού. Μπορεί να διαθέτει ένα χειριστήριο με πολλά επίπεδα, μπάρες, σκανδάλες κ.α. ή να κρέμεται από έναν και μοναδικό κρίκο. Μπορεί να απαιτεί δεκάδες νήματα για να κινηθεί ή να της αρκεί μόνο ένα. Το σίγουρο είναι ότι όλες οι επιλογές του κατασκευαστή γίνονται με κριτήριο την λειτουργικότητα στην παράσταση: την διευκόλυνση του παίκτη και την παραγωγή κινήσεων που να αναδεικνύουν τον χαρακτήρα που υλοποιεί η κούκλα στη σκηνή. Υπάρχουν χιλιάδες συνδυασμοί τεχνικών. Στην πραγματικότητα κάθε κούκλα είναι μια νέα εφεύρεση. Έχει τη δική της δομή, το αποκλειστικά δικό της χειριστήριο, τη δικής της κατανομή βάρους, ανατομία σκελετού κλπ. Αυτό την κάνει μοναδική.

Η μαριονέτα ζει σε ένα μεταίχμιο. Αν τραβήξουμε τα νήματα λίγο πιο δυνατά απ’ ό,τι αναλογεί στο βάρος της, θα πετάξει. Αν τα αφήσουμε χαλαρά, θα σωριαστεί στο έδαφος.  Η βαρύτητα της Γης μαζί με το αντιστάθμισμα της δικής μας αντίθετης δύναμης προς τα πάνω, είναι η αυτή  που την κινεί. Απομακρυσμένη από το σώμα του χειριστή της, διεκδικεί την πλήρη αυτονομία στα μάτια του θεατή. Είναι ένα πλάσμα που –το βλέπουμε όλοι- κινείται μόνο του στο χώρο! Ταυτόχρονα, καθώς τα νήματα –πολλές φορές και ο μαριονετίστας- είναι ορατά ή γνωστά στο κοινό, η μαριονέτα πάντα υπήρξε σύμβολο της εξάρτησης και της υποταγής.
     Η εύθραυστες ισορροπίες, η τρυφερή προσπάθεια του χειριστή να δαμάσει την αδράνεια, την ροπή, την βαρύτητα και οι αέρινες -έως και ανεξέλεγκτες- κινήσεις που προκύπτουν, είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της παρουσίας της μαριονέτας στη σκηνή. Ίσως αυτή η ακριβώς η έλλειψη απόλυτου ελέγχου –η απειροελάχιστη ταλάντευση του σώματος σε κάθε κίνηση- να κάνει, κάποιες στιγμές, το μάτι του θεατή να αμφιβάλει και να νομίζει πως η μαριονέτα θα φύγει μακριά από τον παίκτη της.

(Διήμερο Συμπόσιο Τέχνης και Επιστημονικής Σκέψης με τίτλο:
“Ονειρικά Ταξίδια”
Το κουκλοθέατρο ως καταγραφή προσωπικής διαδρομής και αισθητικής αναζήτησης.)

Τραπέζι με θέμα:  Η  ΓΕΝΝΑ

Σ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
κουκλοπαίκτης

Αναδημοσίευση από:

https://oupantos.blogspot.com/2016/11/blog-post_3.html