loading...

Pixi.

Pixi is a creative multi-concept WordPress theme will help business owners create awesome websites.

Address: 121 King St, Dameitta, Egypt
Phone: +25-506-345-72
Email: motivoweb@gmail.com

Κριτική προσέγγιση του παραμυθιακού λόγου – Η σχολή της Φρανκφούρτης: Τέχνη και κοινωνία “Τα παραμύθια ως μέρος της μαζικής κουλτούρας”

  • By Χρήστος Τζίκας
  • 27 Μαρτίου 2024
  • 0 Comment
  • 99 Views

Γράφει ο Χρήστος Τζίκας

Εκπαιδευτικός – MSc «Εκπαίδευση και ανθρώπινα δικαιώματα»

Στη συγκεκριμένη ενότητα, θα γίνει αναφορά σε θέσεις των Walter Benjamin και Herbert Marcuse, εκπροσώπων της Σχολής της Φρανκφούρτης. Παρά το γεγονός ότι τόσο στο έργο του Benjamin όσο και του Marcuse δεν καταγράφεται σαφής αναφορά στο παραμύθι, το θεωρητικό τους σχήμα σχετικά με τον χαρακτήρα της τέχνης στα πλαίσια των καπιταλιστικών κοινωνιών, προσφέρεται για να μελετηθεί το κλασικό παραμύθι ως μορφή τέχνης, και συγκεκριμένα ως μέρος της μαζικής κουλτούρας.

Ως εκ τούτου, θα αξιοποιηθούν οι αναφορές σχετικά με τη μαζική κουλτούρα, την αναπαραγωγιμότητα και την πολιτική λειτουργία της τέχνης, με στόχο να ερμηνευτούν κάποιες από τις διαστάσεις του κλασικού παραμυθιακού λόγου. Σύμφωνα με τον Benjamin, η μοναδικότητα του έργου τέχνης ταυτίζεται με την ενσωμάτωση του στο πλέγμα της παράδοσης. Καθώς όμως η παράδοση είναι κάτι ολοκληρωτικά ζωντανό και μεταβλητό, “ο τρόπος πρόσληψης από το κοινό και η κοινωνική λειτουργία μιας καλλιτεχνικής δημιουργίας, συνδέεται με το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εξέλιξης”. O πρωταρχικός, μάλιστα, τρόπος ενσωμάτωσης του έργου τέχνης στο πλέγμα της παράδοσης εκδηλώνεται με την λατρεία.


Επεκτείνοντας αυτή τη συλλογιστική, ο Benjamin επισημαίνει ότι τα αρχαιότερα έργα τέχνης δημιουργήθηκαν για να εξυπηρετήσουν μια τελετουργία που αρχικά ήταν μαγική και κατόπιν έγινε θρησκευτική. Τονίζει ωστόσο, πως “ο τρόπος ύπαρξης της τέχνης δεν απαλλάσσεται ποτέ ολοκληρωτικά από την αρχική και πρώτη χρηστική της αξία, δηλαδή την τελετουργική, καθώς ακόμη και όταν η πρόσληψη της εμφανίζεται από-θρησκειοποιημένη διατηρεί στα πλαίσια της «λατρείας του ωραίου», ψήγματα των αρχικών λειτουργιών της. Ως εκ τούτου, θεωρητικά σχήματα που αναφέρονται στην λειτουργία της τέχνης «για την τέχνη» και επιχειρούν να την απεξαρτήσουν από κάθε κοινωνική λειτουργία, είναι καταδικασμένα να εγκολπώνονται σε μια ανυπόστατη θεολογία της «καθαρής τέχνης»”.35

Αυτές οι προσέγγισεις αποτυγχάνουν να ερμηνεύσουν τόσο την δημιουργική διάσταση της καλλιτεχνικής παραγωγής όσο και την κοινωνική λειτουργία και μετεξέλιξη της τέχνης εν γένει. Αναλυτικότερα, ο Benjamin υποστηρίζει πως η αναπαραγωγή του έργου τέχνης από την νεοτερικότητα και μετά συντελείται με διαφορετικούς τρόπους, γεγονός που επιφέρει αλλαγές και στον κοινωνικό του ρόλο. Όπως στο πλαίσιο των εξωτικών κοινωνιών το καλλιτεχνικό έργο θεμελιωνόταν μέσω της μαγικής και στη συνέχεια τελετουργικής του διάστασης, έτσι και στις σύγχρονες κοινωνίες θεμελιώνεται μέσω της επιτέλεση μιας νέας πράξης. Η νέα αυτή πράξη εντάσσεται στο πεδίο της πολιτικής λειτουργίας, και είναι σύμφωνα με τον Benjamin, μια “πολιτική πράξη”.36

Στο πρώτο μέρος, υποστηρίχθηκε η διακειμενική σχέση μεταξύ των παραμυθιών και των αρχέτυπων μύθων των πρωτόγονων και αρχαϊκών κοινωνιών, και συγκεκριμένα ότι τα παραμύθια αποτελούν σε ένα βαθμό διακειμενική εξέλιξη των μύθων. Ως εκ τούτου, με βάση την παραπάνω θεωρητική θέση του Benjamin αναδεικνύεται ότι, ενώ οι μύθοι στις πρωτόγονες κοινωνίες επιτελούσαν μια μαγική και στη συνέχεια τελετουργική πράξη, τα παραμύθια ως διακειμενική τους εξέλιξη αποτελούν μορφή τέχνης που στη σύγχρονη κοινωνία θεμελιώνεται μέσω της πολιτικής πράξης. Δεχόμαστε ότι κατ’ αναλογία, η μαγική και τελετουργική λειτουργία του μύθου στις πρωτόγονες κοινωνίες εξελίχθηκε σε πολιτική λειτουργία των παραμυθιών στις σύγχρονες κοινωνίες.


Σύμφωνα με τον Benjamin, ο τρόπος με τον οποίο αναπαράγεται ένα έργο τέχνης μετασχηματίζει και τη γενικότερη στάση της μάζας (πληθυσμού) απέναντί της. Η σύνδεση αυτή αποτελεί μια σημαντική κοινωνική ένδειξη καθώς, “μέσω της μεταβολής του τρόπου πρόσληψης μεταβάλλεται και ο τρόπος με τον οποίο το κοινό στέκεται κριτικά απέναντι στην καλλιτεχνική παραγωγή”. Συγκεκριμένα, “όσο περισσότερο μειώνεται η κοινωνική σημασία μιας τέχνης, τόσο περισσότερο διαχωρίζονται η κριτική και η απολαυστική στάση του κοινού”. Συνεπώς, το συμβατικό αποτέλεσμα απολαμβάνεται και υιοθετείται άκριτα, ενώ το πραγματικά καινούριο και προοδευτικό υπόκειται σε εμπαθή κριτική που οδηγεί στην ανεξέταστη απόρριψή του. 37

Με βάση αυτή την προσέγγιση, η ευρεία αναπαραγωγή των παραμυθιών συνδέεται με την γενικευμένη αποδοχή τους από το κοινωνικό σώμα. Τα στοιχεία που διασφαλίζουν στο παραμύθι την δημοτικότητά και τη μακροβιότητά του απορρέουν από το γεγονός ότι οι ενέργειες των ηρώων-ίδων και οι αναπαραστάσεις τους συμφωνούν με τα πρότυπα, τις στάσεις και της αξίες της κοινότητας. Το περιεχόμενο του προβάλλεται ως “ηθικά ουδέτερο” ενώ είναι σε μεγάλο βαθμό συμβατικό, καθώς υιοθετεί και αναπαράγει ποικίλα κοινωνικά στερεότυπα και προκαταλήψεις.

Στο ίδιο θεωρητικό πλαίσιο, ο Marcuse εξετάζει τον ρόλο της τέχνης στα πλαίσια της καπιταλιστικής κοινωνίας. Υποστηρίζει, ότι η αστική κουλτούρα (της οποίας οργανικό κομμάτι αποτελεί η τέχνη) επέφερε κατά την πορεία της ανάπτυξής της, την εγκαθίδρυση ενός πνευματικού και νοητικού κόσμου, ανεξάρτητο από τον κόσμο της υλικής παραγωγής και αναπαραγωγής. Το ουσιαστικό χαρακτηριστικό της καταφατικής αυτής κουλτούρας είναι “η διακήρυξη της ύπαρξης ενός καθολικά δεσμευτικού, αιώνια καλύτερου και πιο αξιόλογου κόσμου, που πρέπει να γίνει δεκτός χωρίς όρους: ενός κόσμου που διαφέρει ουσιαστικά από τον πραγματικό κόσμο του καθημερινού αγώνα για την ύπαρξη. Κάθε άτομο μπορεί να εισέλθει σε αυτόν τον κόσμο, να τον κατακτήσει «ιδιωτικά», χωρίς ωστόσο να αλλάξει σε τίποτε την πραγματική κατάσταση της ζωής του”.

Η τέχνη, προβάλει την εικόνα ενός καλύτερου κόσμου, όπου θα έχουν πραγματωθεί ιδανικά όπως η ελευθερία η ισότητα και η δικαιοσύνη. Σε αυτή τη λειτουργία, ο Marcuse αναγνωρίζει τον αρνητικό χαρακτήρας της τέχνης.
Ωστόσο, η άρνηση στην τέχνη, εξισορροπείται από την αντίθεσή της, την κατάφαση. Σύμφωνα με τον καταφατικό της χαρακτήρα, το άτομο που αιχμαλωτίζεται από ένα έργο, που περιορίζεται στην ιδιωτική εμπειρία του έργου, πιστεύει ότι έχουν πραγματοποιηθεί τα ιδανικά εκείνα που απλώς έχουν μορφοποιηθεί από το έργο αυτό. Διεκδικήσεις όπως η ελευθερία, η ισότητα και η δημοκρατία, μετατρέπονται σε εσωτερικές πραγματικότητες. Ωστόσο είναι εμφανές ότι “μια εσωτερική πραγμάτωση της ελευθερίας μπορεί να συνυπάρχει με την πιο ανελεύθερη και καταπιεστική εξωτερική πραγματικότητα”.38

Η τέχνη επομένως αποκτά χαρακτηριστικά “μαζικής κουλτούρας” και δεν στοχεύει στην κατάδειξη των κοινωνικών αντιφάσεων, ούτε επικαλείται ιδανικά που θα μπορούσαν δυνάμει να γίνουν πραγματικότητα. Αντίθετα ταυτίζεται απόλυτα με το υπάρχον, αναπαράγει και ενισχύει τις κυρίαρχες ερμηνείες της πραγματικότητας και “κολακεύει το ευνουχισμένο άτομο, εκμεταλλευόμενη όλες τις αδυναμίες του εγώ του, τις ανορθολογικές τάσεις του, τα νευρωτικά του συμπτώματα και τις ναρκισσιστικές άμυνές του”.39 Με αυτό τον τρόπο η τέχνη επικυρώνει, καθαγιάζει την υπάρχουσα κοινωνική δομή, ενώ ταυτόχρονα την αρνείται.40


Αξιοποιώντας το συγκεκριμένο σχήμα του Marcuse, το παραμύθι εντάσσεται στο πλαίσιο της μαζικής κουλτούρας καθώς, μέσω του μαγικού λόγου και των εξωπραγματικών στοιχείων, συντελεί σε μια “απόδραση” από την καθημερινότητα. Όσο όμως και αν εντοπίζονται απελευθερωτικές διεργασίες που συντελούνται σε φαντασιακό επίπεδο στον παραμυθόκοσμο, δεν απηχούνται σε αυτόν κοινωνίες απαλλαγμένες από το πλήθος των αντιφάσεων, των ανισοτήτων και των έμφυλων διαιρέσεων στο εσωτερικό τους.41

Ο “αρνητικός χαρακτήρας της τέχνης” αποτυπώνεται στο παραμύθι μέσω της κατασκευής μιας ιδανικής κοινωνικής δομής, η οποία χαρακτηρίζεται από ισότητα και δικαιοσύνη. Το αποκεντρωμένο και εσωστρεφές υποκείμενο εισέρχεται ατομικά σε αυτή τη φαντασιακή κατασκευή, δραπετεύοντας από την σκληρή πραγματικότητα. Η “κατάφαση της τέχνης” αφορά στο γεγονός ότι, το υποκείμενο εσωτερικεύοντας αυτή την ουτοπική υπόσχεση, αντιλαμβάνεται παραμορφωμένες τις πραγματικές συνθήκες της ύπαρξής του, οι οποίες χαρακτηρίζονται από ανισότητα και αδικία. Καθώς όμως η ίδια η διαδικασία δόμησης ενός φανταστικού – ιδιωτικού χειραφετημένου τρόπου ζωής δεν περιλαμβάνει την ανάδειξη των αντιφάσεων της πραγματικής ζωής, αποτρέπουν το υποκείμενο από δράσεις οι οποίες θα σχετίζονται με την πραγματική χειραφέτηση του.


Ο υπαινικτικός λόγος “εξυπηρετεί στον έλεγχο της εκτροπής και στην κριτική των πολιτικών και κοινωνικών στρεβλώσεων, ιδιαίτερα σε εποχές που καταγράφεται περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης. Αυτό τον ρόλο ανέλαβε σε κάποιες περιπτώσεις ο παραμυθιακός λόγος, στα πλαίσια του οποίου ήταν δυνατόν να εκφραστούν αντικαθεστωτικές απόψεις με αλληγορικό τρόπο.”42 Η υιοθέτηση ωστόσο στερεοτυπικών και υπόρρητων προκαταλήψεων και ανισοτήτων εκφράζει αντιθέσεις οι οποίες, όπως και να έχει, προϋποθέτουν ένα παγιωμένο κόσμο που “δεν αλλάζει”. Η καταληκτική κατάσταση του «έζησαν αυτοί καλά», με την διάλυση του εξωπραγματικού και μαγικού πλαισίου αφήνει μετέωρο το χάσμα ανάμεσα στην διαφυγή και στην σκληρή πραγματικότητα, ένα χάσμα που συντελείται καθώς το «και εμείς καλύτερα» δεν αποκρυσταλλώνεται σε πράξη.

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση χωρίς την άδεια του συγγραφέα

Βιβλιογραφία

35 Benjamin, W. (1978). Δοκίμια για την τέχνη. Αθήνα: Εκδόσεις Κάλβος. σ. 18

36 Στο ίδιο, σ. 19

37 Benjamin, W. (1978). Δοκίμια για την τέχνη. Αθήνα: Εκδόσεις Κάλβος. σ. 29

38 Αντόρνο, Τ. – Λόβενταλ, Λ. – Μαρκούζε, Χ. – Χορκχάιμερ, Μ. (1984) Τέχνη και Μαζική Κουλτούρα. Αθήνα: Εκδόσεις Υψιλον. σ. 19

39 Στο ίδιο, σ. 19

40 Στο ίδιο, σ. 16 41 Αυδίκος, Ε. (1997). Το λαϊκό παραμύθι. Θεωρητικές προσεγγίσεις. Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας. σ. 88

41 Αυδίκος, Ε. (1997). Το λαϊκό παραμύθι. Θεωρητικές προσεγγίσεις. Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας. σ. 88

42 Στο ίδιο