Γράφει ο Χρήστος Τζίκας
Εκπαιδευτικός – MSc «Εκπαίδευση και ανθρώπινα δικαιώματα»
Το ερευνητικό μέρος της συγκεκριμένης εργασίας, θα δομηθεί αξιοποιώντας τις θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές της ανάλυσης λόγου. Η ανάλυση λόγου αποτελεί μια διεπιστημονική μορφή ερευνητικής προσέγγισης των κοινωνικών επιστημών, η οποία εστιάζει “στην μελέτη της δομημένης και δομικής φύσης της ανθρώπινης γλώσσας και στην αναζήτηση των λειτουργιών και συνεπειών της χρήσης της”.70 Καταγράφεται, ωστόσο, δυσκολία σχετικά με την απόδοση ενός συγκεκριμένου ορισμού της ανάλυσης λόγου, γεγονός που απορρέει, από την πολυφωνία που χαρακτηρίζει την εννοιολογική και σημασιολογική ερμηνεία του όρου “λόγος”.
Κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη της ανάλυσης λόγου έχει διαδραματίσει η θεωρία του Foucault. Ερευνώντας “αρχαιολογικά” τους κανόνες που καθορίζουν ποιες αποφάνσεις γίνονται δεκτές ως αληθείς και αναγνωρίζονται ως φορείς σημασίας σε μια συγκεκριμένη ιστορική εποχή, ο Foucault ορίζει τον λόγο ως εξής : “θα ονομάσουμε λόγο ένα σύνολο αποφάνσεων, καθόσον προκύπτουν από τον ίδιο σχηματισμό του λόγου. Ο λόγος έχει συγκροτηθεί από ένα περιορισμένο αριθμό αποφάνσεων, για τις οποίες μπορούμε να καθορίσουμε ένα σύνολο συνθηκών ύπαρξης. Έτσι ιδωμένος ο λόγος, δεν είναι μια ιδεώδης και άχρονη στιγμή αλλά είναι πέρα για πέρα ιστορικό – απόσπασμα της ιστορίας και θέτει μάλλον το πρόβλημα των ίδιων των ορίων του, των τομών του, των μετασχηματισμών του, των ειδικών τρόπων της χρονικότητάς του”. 71
Επεκτείνοντας τον παραπάνω ορισμό, ο λόγος ορίζεται ως ο καθορισμός και η καθήλωση του νοήματος σε ένα επιμέρους πεδίο. Έτσι η τάξη του λόγου μπορεί να αναφέρεται σε διαφορετικούς λόγους που καλύπτουν εν μέρει το ίδιο αντικείμενο, το οποίο κάθε λόγος αγωνίζεται να επενδύσει με το δικό του νόημα. Εξετάζοντας τους ανταγωνιστικούς λόγους που συνυπάρχουν μέσα στον ίδιο τομέα, μπορεί κάποιος να διαπιστώσει “τα πεδία στα οποία κυριαρχεί ένας συγκεκριμένος λόγος, τα σημεία όπου αναπτύσσεται η σύγκρουση ανάμεσα στους διαφορετικούς λόγους και τις κοινότοπες αντιλήψεις που υιοθετούν όλοι οι κυρίαρχοι λόγοι”. 72
Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις που πλαισιώνουν θεωρητικά και μεθοδολογικά την ανάλυση λόγου, η Burr διατυπώνει με βάση το έργο του Gergen τέσσερις αρχές που διέπουν τις περισσότερες λογο – αναλυτικές θεωρήσεις.73
Συγκεκριμένα:
• Κριτική στάση προς τις γνώσεις που θεωρούνται δεδομένες. Οι γνώσεις μας για τον κόσμο δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αντικειμενικές αλήθειες, καθώς γνωρίζουμε την πραγματικότητα υπό το πρίσμα ιδιαίτερων κατηγοριών.
• Ιστορική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα. Οι απόψεις και οι γνώσεις μας για τον κόσμο είναι “προϊόντα των ιστορικά καθορισμένων διαδράσεων μεταξύ των ανθρώπων”.
• Σύνδεση γνώσης και κοινωνικών διαδικασιών. Οι τρόποι με τους οποίους ερμηνεύουμε τον κόσμο, δημιουργούνται και αναπαράγονται στα πλαίσια κοινωνικών διαδικασιών.
• Σύνδεση γνώσης και κοινωνικής δράσης. Στα πλαίσια μιας δεδομένης κοσμοθεωρίας, ορισμένες μορφές δράσης θεωρούνται φυσικές και άλλες, αδιανόητες. Διαφορετικές κοινωνικές ερμηνείες του κόσμου οδηγούν σε διαφορετικές κοινωνικές πράξεις.
Ως εκ τούτου η κοινωνική κατασκευή της γνώσης και της αλήθειας έχει κοινωνικές συνέπειες. Με βάση τα παραπάνω αναδεικνύεται ότι, αφετηρία της θεωρίας του λόγου αποτελεί η παραδοχή ότι κάθε συνάρθρωση – και συνεπώς καθετί κοινωνικό – είναι ενδεχομενική, δηλαδή είναι δυνατή, αλλά όχι αναγκαία. Η αντίληψη αυτή αποτελεί το φιλοσοφικό θεμέλιο της θεωρίας και την κινητήρια δύναμη της ανάλυσης. Ο μόνος τρόπος, για να διαπιστώσουμε τις “κοινωνικές συνέπειες μια ιδιαίτερης ρηματικής κατασκευής του κοινωνικού, είναι να διερευνήσουμε τις δυνατότητες που έχουν αποκλειστεί”. 74
Καταγράφεται ωστόσο και κριτική σε αυτή τη προσέγγιση, κυρίως από την σκοπιά της Μαρξιστικής θεωρίας. Όπως σημειώνει ο Δαφέρμος: “παρά τις απόπειρες των κοινωνικών κονστρουκτσιονιστών να άρουν τις πάσης φύσεως μορφές διυσμού ( υποκείμενο/ αντικείμενο, λόγου/πρακτικών), ο γλωσσικός ντεντερμινισμός, που διαπερνά την θεωρία τους οδηγεί στην επαναφορά του διυσμού και στην δημιουργία μιας ιδεαλιστικής, υποκειμενικής επιστημολογίας. Η οποιαδήποτε αναφορά σε κάποια πραγματικότητα, που υπάρχει έξω από τις καταστάσεις της συνείδησης και τα γλωσσικά ενεργήματα του υποκειμένου απορρίπτεται μετά
βδελυγμίας, ως μεταφυσική οντολογία. Η αναγωγή της οντολογίας στην κονστρουκτσιονιστική επιστημολογία, και των υλικών δεσμών της κοινωνικής ζωής στις γλωσσικές διαστάσεις της κοινωνικής συνείδησης, δημιουργεί φραγμούς για την εξήγηση του υλικού υποβάθρου των συμβολικών (γλωσσικών μορφωμάτων). Έτσι η ανάλυση της σύνθετης διαμεσολάβησης μεταξύ των λόγων και των κοινωνικών πρακτικών, της γλωσσικής αλληλεπίδρασης των ατόμων και του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, παραμένει ένα ανοιχτό διακύβευμα για το ευρύτερο φάσμα των κοινωνικών επιστημών”. 75
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου χωρίς την άδεια του συγγραφέα
Βιβλιογραφία
70 Phillips, L –Jorgensen, M. (2009). Ανάλυση Λόγου: Θεωρία και Μέθοδος. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση
71 Foucault, M. (1987α). Η αρχαιολογία της γνώσης. Αθήνα: Εκδόσεις Εξάντας
72 Phillips, L –Jorgensen, M. (2009). Ανάλυση Λόγου: Θεωρία και Μέθοδος. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση
73 Ο κοινωνικός κονστρουξιονισμός, είναι ένας όρος –ομπρέλα που καλύπτει ένα ευρύ φάσμα νέων θεωριών γύρω από τον πολιτισμό και την κοινωνία. Η ανάλυση του λόγου είναι μια μόνον από τις πολλές θεωρήσεις που ανήκουν στο πεδίο του κοινωνικού κονστρουξιονισμού, αλλά αποτελεί μια από τις πιο διαδεδομένες κονστρουξιονιστικές προσεγγίσεις. (Phillips, L –Jorgensen, M. (2009). Ανάλυση Λόγου: Θεωρία και Μέθοδος. σ. 24)
74 Phillips, L –Jorgensen, M. (2009). Ανάλυση Λόγου: Θεωρία και Μέθοδος. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση. σ. 80
75 Δαφέρμος, Μ. (2008). «Κοινωνικός κονστρουκτσιονισμός και ανάλυση λόγου». Ελεύθερνα 4: 67-90