«Διαβάζοντας το σώμα στα κλασικά παραμύθια»
(μέρος πρώτο)
«Τα βασικά χαρακτηριστικά των παραμυθιών: Κοινωνιολογικές και πολιτισμικές προσεγγίσεις»
Αφορμή, για την δημιουργία της συγκεκριμένης μελέτης στάθηκε η διαμορφωτική δύναμη των φανταστικών αφηγήσεων σε παιδιά και ιδιαίτερα σε παιδιά με αναπηρίες καθώς και το ενδιαφέρον σχετικά με τη μελέτη εκείνων των «δυναμικών» που η επιστήμη της κοινωνιολογίας αναζητά στη φύση κάθε παραγόμενου λόγου.
Παρουσιάζονται κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά των παραμυθιών μέσω ενός διεπιστημονικού πλαισίου αναφοράς, το οποίο περιλαμβάνει κοινωνιολογικές, ανθρωπολογικές, ιστορικές, παιδαγωγικές και ψυχαναλυτικές θεωρήσεις ενώ γίνεται αναφορά και σε κάποιες από τις κριτικές προσεγγίσεις του παραμυθιακού λόγου, όπως αυτές διατυπώνονται κυρίως από τη πλευρά της κριτικής λογοτεχνίας και των σπουδών φύλου. Ακόμη, το παραμύθι προσεγγίζεται ως μορφή τέχνης και παραγόμενου λόγου μέσα από τις θέσεις τριών σχολών σκέψης, των Walter Benjamin και Herbert Marcuse, του Louis Althusser και του Michel Foucault. Στόχος είναι η συγκρότηση ενός θεωρητικού πλαισίου, που αναδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους τα παραμύθια, σύμφωνα με τον κυρίαρχο λόγο, συνδέονται με την κοινωνική ζωή και την παιδική ηλικία.
Το παραμύθι ως μορφή λαϊκής τέχνης, αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί πεδίο διεπιστημονικών προσεγγίσεων καθώς λαογράφοι και ιστορικοί, ψυχολόγοι και ψυχαναλυτές, κοινωνιολόγοι, ανθρωπολόγοι και θρησκειολόγοι, μυθολόγοι και φιλόλογοι το ενσωματώνουν στα επιστημονικά τους ενδιαφέροντα.[1] Μέσω της ιδιαίτερης γλώσσας που χρησιμοποιεί (της τυποποίησης των συμβόλων αλλά και της αφηγηματικής του τέχνης), αποτελεί ένα πανανθρώπινο λογοτεχνικό είδος. Η γλώσσα των παραμυθιών «είναι ενοποιητική και παγκόσμια, ενώ ταυτόχρονα αφήνει περιθώρια για το διαφορετικό και το ιδιαίτερο, περιθώρια που επιτρέπουν την ανάπτυξη των τοπικών και πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων».[2]
Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι, η δημιουργία των παραμυθιών συνδέεται με την ανάγκη των ανθρώπων να δημιουργήσουν ένα φαντασιακό πλαίσιο διαφυγής από την σκληρή πραγματικότητα της ζωής.[3] Αποτυπώνοντας μορφές της κοινωνικής πραγματικότητας με έναν άμεσο και εξιδανικευτικό τρόπο, το παραμύθι προσεγγίζεται ως ψυχαγωγικό αφήγημα, το οποίο κατασκευάζει νοητικά την «δραπέτευση» των ακροατών ή/και των αναγνωστών από μια ασφυκτική καθημερινότητα.[4]
Η έρευνα γύρω από τις λεπτομέρειες και τις επιμέρους μορφές του λαϊκού αφηγηματικού λόγου έχει αποδείξει, θεωρητικά και παραδειγματικά, τις στενές σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα σε αυτό το είδος τέχνης «και τις ευρύτερες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ενός παραδοσιακού πολιτισμού, στις διάφορες ιστορικές του φάσεις».[5] Ως εκ τούτου, το παραμύθι βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με το κοινωνικό, ιστορικό, οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο δημιουργείται και αναπαράγεται. Η κοινωνική διαστρωμάτωση, οι οικονομικές δραστηριότητες, η ιδεολογία, τα ήθη και τα έθιμα, το φυσικό και δομημένο περιβάλλον, άλλες φανερές ή κρυφές πτυχές της συγκεκριμένης κοινωνικής οργάνωσης, ανιχνεύονται άμεσα ή έμμεσα στο περιεχόμενο του παραμυθιακού λόγου.[6] Σύμφωνα με τον Benght Holbek, «τα παραμύθια αναφέρονται σε χαρακτηριστικά του πραγματικού κόσμου όπως τον βιώνουν τα μέλη της κοινότητας. Λειτουργούν, προκαλώντας έντονες συγκινησιακές εντυπώσεις στο ακροατήριο και στον αφηγητή, οι οποίες παραπέμπουν σε πραγματικά πλάσματα, γεγονότα και φαινόμενα».[7] Αντανακλούν, συνεπώς, έστω μεγεθυμένες, κοινωνικές πρακτικές και αντιλήψεις.
Τα παραμύθια ιστορικά εμφανίζονται σε μια μεταβατική περίοδο, κατά την οποία οι ανθρώπινες κοινότητες μεταβαίνουν από την μαγική σε μια πιο ορθολογιστική αντίληψη του κόσμου. Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη στο πεδίο της «δημιουργίας« και της ιστορικής εξέλιξης των παραμυθιών, αναδεικνύει την στενή διακειμενική τους σχέση με τους αρχέτυπους μύθους των πρωτόγονων και αρχαϊκών κοινωνιών. Ο Franz Boas υποστηρίζει, ότι «η διαφοροποίηση του παραμυθιού από τον μύθο είναι ανέφικτη καθώς παρατηρείται μια συνεχής και αμφίδρομη ροή υλικού από το ένα είδος στο άλλο».[8]
Σύμφωνα με τον Vladimir Propp, ενώ το παραμύθι εμφανίζεται μεταγενέστερα από το μύθο, για ένα ορισμένο διάστημα, τα δύο είδη συνυπάρχουν. Αυτή η συνύπαρξη ωστόσο αφορά μόνο τις περιπτώσεις, στις οποίες οι υποθέσεις των μύθων και οι υποθέσεις των παραμυθιών είναι διαφορετικές και ανήκουν σε διαφορετικά συνθετικά συστήματα.[9] Ακόμη ο Propp τονίζει πως, τόσο οι μύθοι όσο και τα παραμύθια επιτελούν συγκεκριμένες κοινωνικές λειτουργίες. Η μελέτη των αρχαϊκών και πρωτόγονων λαών, οδηγεί στο συμπέρασμα πως ολόκληρη η λαϊκή τους δημιουργία έχει χαρακτήρα αποκλειστικά ιερό ή μαγικό. Για παράδειγμα, η αφήγηση παραμυθιών ή μύθων που αφορούσαν τη φύση, δεν αποτελούσε μια απλή ψυχαγωγική διήγηση στις κοινωνίες που δημιουργήθηκε, αλλά κατείχε μαγικό χαρακτήρα, ο οποίος συνδεόταν με την μετάδοση γνώσεων σχετικά με την επιβίωση στο φυσικό περιβάλλον.
Η σχέση μύθου – παραμυθιού γίνεται αντικείμενο διερεύνησης και από τον Arnold van Genner (εκπρόσωπο της Συμβολιστικής Σχολής), ο οποίος υποστηρίζει ότι οι μύθοι κατείχαν κεντρική θέση στις αρχαϊκές κοινωνίες, καθώς ενσωμάτωναν ένα θρησκευτικό-τελετουργικό χαρακτήρα και αποτελούσαν απαραίτητο στοιχείο της όλης τελετουργίας, επιχείρησε να εξαρτήσει τα παραμύθια από τον τοτεμισμό και τις συναφείς τελετουργίες.[10] Υπογραμμίζει πως «η σύγχρονη κοινωνική λειτουργία των παραμυθιών συνεχίζει να αφορά θρησκευτικές πρακτικές και ηθικούς νόμους».[11] Μέσω αυτής της ερμηνείας, διαφαίνεται η προσκόλληση των Συμβολιστών στην ιδεατή σύνδεση αρχέγονων ιδανικών με νεότερες κοινωνικές πρακτικές, οι οποίες λειτουργούν ως επιφανειακές αναπαραστάσεις, στα πλαίσια μιας ηθικής βάσης. Καθώς, σε αυτή τη θεώρηση, οι κοινωνικές πρακτικές συνδέονται με την τελετουργία στοχεύοντας στην σύλληψη και έκφραση κάποιας «απόλυτης αλήθειας», συχνά παραβλέπονται ή αλλοιώνονται άλλες πτυχές και διαστάσεις των κοινωνικών δράσεων.
Αντίστοιχα, ο Levi Strauss, από μια στρουκτουραλιστική θεωρητική αφετηρία, τονίζει επιδέξια πως «οι μύθοι και τα παραμύθια εκμεταλλεύονται μια κοινή υπόσταση και πως ακόμη και στις σύγχρονες κοινωνίες συνυπάρχουν».[12] Κάνει ωστόσο έναν διαχωρισμό σύμφωνα με τον οποίο, στον μύθο οι αντιθέσεις συμπεριλαμβάνουν ένα ευρύτερο κύκλο ιδεών και στάσεων, όπως η δημιουργία του κόσμου και μεταφυσικά ερωτήματα σχετικά με τη ζωή και τον θάνατο. Από την άλλη, το παραμύθι, «περιορίζεται στην ανάπτυξη κοινωνικών αντιθέσεων που εκδηλώνονται μέσα στο πλαίσιο της ίδιας οικογένειας ή στη διαδικασία διαστρωματικών και διαταξικών κοινωνικών σχέσεων».[13] Ενώ λοιπόν η στρουκτουραλιστική θεώρηση παρέχει ένα πλαίσιο προσέγγισης του παραμυθιακού λόγου, έχει υποστεί κριτική καθώς αντιλαμβάνεται τη γλώσσα ως σταθερή, αναλοίωτη και ολοποιητική δομή. Κυρίως το ρεύμα του μεταδομισμού ασκεί κριτική σε αυτή τη προσέγγιση αναδεικνύοντας ότι οι γλωσσικές δομές είναι πάντοτε προσωρινές και όχι απαραίτητα αμετάβλητες στην συγκεκριμένη μορφή τους. Αντίθετα, δημιουργούνται, αναπαράγονται και αλλάζουν μέσα από τις συγκεκριμένες χρήσεις της γλώσσας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, στα διάφορα ενεργήματα ομιλίας( και γραφής), τα άτομα βασίζονται στη δομή – αλλιώς η ομιλία θα ήταν ακατανόητη – αλλά μπορούν επίσης να αμφισβητήσουν τη δομή αυτή και να νοηματοδοτήσουν τα σημεία με διαφορετικούς τρόπους. [14]
Ο Emile Durkheim, (εκπρόσωπος της Λειτουργιστικής σχολής), μελετώντας τον ρόλο του μύθου στην πρωτόγονη κοινωνία υποστηρίζει ότι, «οι μύθοι αποτελούν μέρος του θρησκευτικού συστήματος ενός συνόλου και εκφράζουν με λόγια αυτό που οι τελετουργίες εκφράζουν με πράξεις». Λειτουργία και των δύο είναι η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Το περιεχόμενο των μύθων, όπως και των τελετουργιών, είναι σημαντικό εξαιτίας του συμβολικού χαρακτήρα που διαθέτουν: σε ένα πρώτο επίπεδο αντιπροσωπεύουν τις αξίες που ενυπάρχουν στην κοινωνική ζωή και σε ένα δεύτερο αποτυπώνουν τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής δομής. Στο ίδιο μήκος κύματος ο Malinowski υπογραμμίζει ότι, «οι μύθοι όχι μόνο συνδέθηκαν με την κοινωνία της εποχής κατά την οποία δημιουργήθηκαν, αλλά και συνέβαλλαν στην σταθερότητα της».[15] Στα πλαίσια της λειτουργιστικής θεώρησης ωστόσο, καθώς δίνεται έμφαση στις θετικές λειτουργίες των κοινωνικών φαινομένων και πράξεων στα πλαίσια της επίτευξης της σταθερότητας του κοινωνικού συστήματος, υποτιμάται ο ρόλος των κοινωνικών αντιθέσεων και συγκρούσεων ως κομβικό στοιχείο της κοινωνικής εξέλιξης.
Παρά τις διαφορές τους οι παραπάνω αναλύσεις συγκλίνουν στην άποψη ότι, τα παραμύθια αποτελούν δημιουργία ενός πιο «προηγμένου» κόσμου, που δεν χρησιμοποιεί πλέον τη μυθολογία ως το κατεξοχήν ερμηνευτικό εργαλείο της πραγματικότητας. Διατηρούν ωστόσο στοιχεία των αρχέτυπων μύθων τόσο σε επίπεδο θεματολογίας και περιεχομένου όσο και στο επίπεδο των κοινωνικών λειτουργιών που επιτελούν.[16]
Από την νεοτερικότητα και μετά τα παραμύθια εκλαμβάνονται, σχεδόν αποκλειστικά, ως λογοτεχνικό είδος για παιδιά. Το αυξημένο ενδιαφέρον γύρω από αυτό το είδος αφηγηματικού λόγου, αφορά στον ιδιαίτερο ρόλο που επιτελεί στο πεδίο της ανάπτυξης και της συγκρότησης της παιδικής προσωπικότητας. Ως εκ τούτου, το παραμύθι προσεγγίζεται ως εργαλείο, το οποίο συμβάλει στην διαπαιδαγώγηση και στην κοινωνικοποίηση των μικρών παιδιών.
Χαρακτηριστική σε αυτό το επίπεδο είναι η ψυχαναλυτική μελέτη των παραμυθιών από τον Brunno Betellheim, ο οποίος ανέδειξε την σύνδεση ανάμεσα στο συμβολικό τους λόγο και στην ψυχική ωρίμανση των παιδιών.[17] Τονίζει ότι, «το παραμύθι περιγράφει με μορφή φανταστική και συμβολική τα βασικά στάδια ανάπτυξης και ανύψωσης σε μια ύπαρξη ανεξάρτητη».[18] Αυτό επιτυγχάνεται καθώς το παραμύθι, μέσω της απλότητάς του, διευκολύνει τη διαδικασία ταύτισης του παιδιού με τον παραμυθιακό ήρωα. Το παιδί, αποζητά την επιβεβαίωση της πίστης ότι οι δυσκολίες και η ωριμότητα που αυτές επιφέρουν οδηγούν στην τελική νίκη, όπως συμβαίνει με τον ήρωα του παραμυθιού. Η πλειονότητα των παραμυθιών, σύμφωνα με τον Betellheim, «εμπεριέχει μια έμπρακτη ηθική, η οποία αντιπροσωπεύει την τάξη σε αντίθεση με την σύγχυση της εσωτερικής παιδικής ζωής».[19] Στο ίδιο πλαίσιο, ο μυθολόγος Joseph Cambell περιγράφει αναλυτικά την σύνδεση ανάμεσα στην εσωτερική εξελεγκτική πορεία του ανθρώπινου βίου και στη φανταστική γλώσσα των παραμυθιών.[20] Τονίζει, πως η ψυχική μετεξέλιξη, που επιτυγχάνεται μέσα από τις εμπειρίες και τις δυσκολίες της ζωής, βρίσκει την καλύτερη αποτύπωση της στο συμβολικό παραμυθιακό λόγο.[21]
Από διαφορετική σκοπιά ο Jean Piaget, μελετώντας στα πλαίσια της αναπτυξιακής ψυχολογίας τα στάδια ανάπτυξης του παιδιού, υπογραμμίζει τον σπουδαίο ρόλο των παραμυθιών στην διαμόρφωση της παιδικής προσωπικότητας.[22] Συγκεκριμένα αξιολογώντας το είδος των αναγνωσμάτων που θεωρούνται κατάλληλα για κάθε ηλικιακή φάση της παιδικής ανάπτυξης, αναγνωρίζει τα παραμύθια ως το κατάλληλο ανάγνωσμα για την πρώτη σχολική ηλικία (από 5 έως 8 χρονών).[23]
Η παιδαγωγική αξία που αποδίδεται στον παραμυθιακό λόγο, αναδεικνύεται και από το γεγονός ότι το νέο Ελληνικό αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών για το νηπιαγωγείο, στο οποίο παρουσιάζονται προτάσεις σχετικά με την διδακτική μεθοδολογία, το διδακτικό περιεχόμενο και τους μαθησιακούς στόχους, περιλαμβάνει μεγάλο εύρος αναφορών σχετικά με την αξιοποίηση των παραμυθιών. Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί ότι τα παραμύθια προτείνονται ως δραστηριότητες αλλά και μεθοδολογικά εργαλεία στο πεδίο της προσωπικής και κοινωνικής ανάπτυξης και συγκεκριμένα: «στη διαμόρφωση ταυτότητας, στη καλλιέργεια της αυτορύθμισης, στη προσωπική ενδυνάμωση, στην ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων και στην ανάπτυξη της κοινωνικής αλληλεπίδρασης».[24] Επίσης, προτάσεις για αξιοποίηση των παραμυθιών περιλαμβάνονται και στο επίπεδο της στοχοθεσίας του εκπαιδευτικού έργου που αφορά συγκεκριμένα γνωστικά πεδία όπως η ανάπτυξη προφορικών κειμένων, η ανάπτυξη βασικών κινητικών δεξιοτήτων, η εισαγωγή στην καλαισθησία, η διερεύνηση ιδεών, συναισθημάτων, σχέσεων, συμπεριφορών, αξιών, και εννοιών.[25]
Συμπερασματικά, ενώ αρκετοί μελετητές προσεγγίζουν τα βασικά χαρακτηριστικά και τις κοινωνικές λειτουργίες των παραμυθιών, εξακολουθεί να υφίσταται ένα ευρύ πεδίο διαστάσεων του παραμυθιακού λόγου, το οποίοι οι συγκεκριμένες θεωρήσεις δεν επεξεργάζονται. Οι κύριες αδυναμίες των προσεγγίσεων που παρουσιάστηκαν παραπάνω σχετίζονται με το γεγονός ότι δεν δίνουν έμφαση στον τρόπο με τον οποίο ο παραμυθιακός λόγος, επιτελώντας κοινωνικές λειτουργίες, αναπαράγει μια σειρά από κυρίαρχες αντιλήψεις, στερεότυπα, προκαταλήψεις και ιδεολογήματα. Στη συνεέχεια, θα γίνει μια επισκόπηση θεωρητικών αναφορών, οι οποίες υιοθετώντας μια κριτική στάση, εξετάζουν τα χαρακτηριστικά και τις λειτουργίες των κλασικών παραμυθιών.
Χρήστος Τζίκας*
Εκπαιδευτικός – Msc «Εκπαίδευση και ανθρώπινα δικαιώματα»
[1] Αυδίκος, Ε. (1997). Το λαϊκό παραμύθι. Θεωρητικές προσεγγίσεις. Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας. σ. 20
[2] Κανατσούλη, Μ. (2002). Εισαγωγή στη θεωρία και στην κριτική της παιδικής λογοτεχνίας. Σχολικής και προσχολικής ηλικίας. Αθήνα: Εκδόσεις University Studio Press. σ. 81
[3] Στο ίδιο, σ. 82
[4] Αυδίκος, Ε. (1997). Το λαϊκό παραμύθι. Θεωρητικές προσεγγίσεις. Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας. σ. 35 / Κανατσούλη, Μ. (2002). Εισαγωγή στη θεωρία και στην κριτική της παιδικής λογοτεχνίας. Σχολικής και προσχολικής ηλικίας. Αθήνα: Εκδόσεις University Studio Press. σ. 87
[5] Βαρβούνης, Μ. (1996). «Τα παραμύθια στη Σάμο. Κοινωνικές – οικονομικές διαφοροποιήσεις και πολιτισμικό σύστημα στην περίπτωση του λαϊκού αφηγηματικού λόγου», στο Ε. Αυδίκος (επιμ), Από το παραμύθι στα κόμικς. Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας.
[6] Ράπτης, Δ. (1996). «Ιστορικές και κοινωνικές αποτυπώσεις σε θεσσαλικά παραμύθια», στο Ε. Αυδίκος (επιμ), Από το παραμύθι στα κόμικς. Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας.
[7] Παπαχριστοφόρου, Μ. (1998). «Το παραμύθι της νεράιδας ΑΤ 400: Αναπαραστάσεις των φύλων μέσα από την έλξη-άπωση του υπερφυσικού και του ανθρώπινου στοιχείου». Εθνολογία 5: 181-210.
[8] Χατζητάκη -Καψωμένου, Χ. (2002). Το νεοελληνικό λαϊκό παραμύθι. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις ΑΠΘ και Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. σ. 62
[9] Προπ, Β. (1991). Μορφολογία του παραμυθιού. Η διαμάχη του Κ. Λέβι Στρως με τον Β.Γ. Προπ και άλλα κείμενα. Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα. σ. 270
[10] Gennep, A. (2004). The Rites of Passage. London: Routledge
[11] Αυδίκος, Ε. (1997). Το λαϊκό παραμύθι. Θεωρητικές προσεγγίσεις. Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας. σ. 70
[12] Strauss, C.L. (2005). O Μύθος του Λύγκα. Αθήνα: Εκδόσεις Γκοβοστή.
[13] Strauss, C.L. (1990). Ανθρωπολογία και μύθος. Αθηνα : Εκδόσεις Καρδαμίτσα.
[14] Phillips, L. – Jorgensen, M.(2009). Ανάλυση λόγου: Θεωρία και Μέθοδος. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση. σ. 35-37
[15] Αυδίκος, Ε. (1997). Το λαϊκό παραμύθι. Θεωρητικές προσεγγίσεις. Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας.
[16] Στο ίδιο, σ. 58
[17] Κανατσούλη, Μ. (2000). Ιδεολογικές διαστάσεις της παιδικής λογοτεχνίας. Αθήνα: Εκδόσεις Δαρδανός. σ. 114
[18] Βettelheim.B (1976). H γοητεία των παραμυθιών. Εκδόσεις: Γλάρος
[19] Κανατσούλη, Μ. (2002). Εισαγωγή στη θεωρία και στην κριτική της παιδικής λογοτεχνίας. Σχολικής και προσχολικής ηλικίας. Αθήνα: Εκδόσεις University Studio Press
[20] Κανατσούλη, Μ. (2000). Ιδεολογικές διαστάσεις της παιδικής λογοτεχνίας. Αθήνα: Εκδόσεις Δαρδανός. σ. 114
[21] Cambell, J. (1998). Η Δύναμη του μύθου. Αθήνα: Εκδόσεις Ιαμβίχος.
[22] Κανατσούλη, Μ. (2002). Εισαγωγή στη θεωρία και στην κριτική της παιδικής λογοτεχνίας. Σχολικής και προσχολικής ηλικίας. Αθήνα: Εκδόσεις University Studio Press. σ. 31-32
[23] Piaget, J. (1999). Ψυχολογία και Παιδαγωγική. Αθήνα: Εκδόσεις Λιβάνης.
[24] Πρόγραμμα Σπουδών Νηπιαγωγείου / 2011. Β’ Μέρος. σ. 68-80
[25] Πρόγραμμα Σπουδών Νηπιαγωγείου / 2011. Β’ Μέρος. σ. 217 – 270 παραμύθι, παιδί, κοινωνιολογία, κουκλοθεάτρο, μελέτη πολιτισμική, παιδαγωγική ανάλυση
*Ο Χρήστος Τζίκας είναι εκπαιδευτικός. Έχει μετεκπαιδευτεί σε τομείς που αφορούν τη πολιτισμική θεωρία, την ειδική αγωγή και τις παιδαγωγικές προσεγγίσεις της τέχνης. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται ως εκπαιδευτικός της γενικής και ειδικής αγωγής στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Ταυτόχρονα, επιμελείται καλλιτεχνικές παραγωγές της σκηνής «ΜΑΡΙΟΝΕΤΕΣ ΤΖΙΚΑΣ» επιδιώκοντας τη σύνθεση της επιστημονικής κατάρτισης και της ψυχαγωγικής αισθητικής στο πεδίο της παιδαγωγικής διάστασης του κουκλοθεάτρου και του θεάτρου μαριονέτας.